-
1 γεφῡρόω
γεφῡρόω, dämmen, brücken; Hom. zweimal, in der Bedeutung » dämmen«, nicht »brücken«, vgl. γέφυρα; beide Male in der Form γεφύρωσεν, mit der Arsis des fünften Fußes schließend: Iliad. 15, 357 Ἀπόλλων ῥεῖ' ὄχϑας καπέτοιο βαϑείης ποσσὶν ἐρείπων ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευϑον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται; 21, 245, Achilleus im Skamander, ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην· ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, ἐπέσχε δὲ καλὰ ῥέεϑρα ὄζοισιν πυκινοῖσι, γεφύρωσεν δέ μιν αὐτὸν | εἴσω πᾶσ' ἐριποῦσα, var. lect. Scholl. γεφύρωσεν δὲ κέλευϑον, wie 15, 357. – Uebertr., Ἀτρείδαις νόστον Pind. I. 7, 51; πυρήν, gangbar machen, Her. 2, 107; τὰ δύςμορα Luc. Demon. 1. Gew. überbrücken, Her. 7, 24, 34; τοὺς τῆς ϑαλάττης τροχούς Plat. Critia. 115 e; τοῖς ποταμίοις πλοίοις τὴν διάβασιν Pol. 3, 66, 6; vgl. 1, 10, 9; τὸ στόμα γεφυρούμενον 16, 29, 11; Sp.
-
2 γεφυρόω
A dam up (cf.γέφυρα 1
), γεφύρωσεν δέ μιν (sc. τὸν ποταμὸν ἡ πτελέη) Il.21.245; but in Prose, γ. τὸν ποταμόν throw a bridge over it, Hdt.4.118; Βόσπορον ib.88;τοὺς τῆς θαλάττης τροχούς Pl.Criti. 115c
;ἐγεφυρώθη ὁ πόρος Hdt.7.36
;πλοίοις τὴν διάβασιν γ. Plb.3.66.6
; also, dam,ποταμοὺς νεκροῖς Luc.DMort.12.2
;τὰ δύσπορα Id.Demon.1
, cf. Nonn. D.27.185.3 metaph,νόστον Ἀτρείδαις γ. Pi.I. 8(7)
51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεφυρόω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий